Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψυχή"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ψῡχή, (ψύχω) I. 1. πνοή, Λατ. anima, ιδίως ως σημείο ζωής, ζωή, πνεύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ψυχή τε μένος τε ψυχή τε καὶ αἰών, ψυχὴ καὶ θυμός, σε Όμηρ.· τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, λέγεται για κάποιον που λιποθυμά, σε Ομήρ. Ιλ.· ψυχὴνπαρθέμενος, παρακινδυνεύοντας ή ρισκάροντας τη ζωή του, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ ψυχῆς, για τη ζωή κάποιου, δηλ. για τη σωτηρία του, σε Ομήρ. Οδ.· μάχεσθαι, θέειν περὶ ψυχῆς, σε Όμηρ.· τρέχειν περὶ ψυχῆς, σε Ηρόδ.· ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, αγώνας ζωής και θανάτου, σε Σοφ.· ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, παίρνω εκδίκηση για τη ζωή του Αισώπου, σε Ηρόδ.· ψυχὴν ἀφιέναι, σε Ευρ. 2. μεταφ., λέγεται για προσφιλή πράγματα, όπως η ζωή, χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται βροτοῖσι, σε Ησίοδ.· πᾶσι δ' ἀνθρώποις ψυχὴ τέκν' (ἐστί), σε Ευρ. II. 1. ψυχή του νεκρού, πνεύμα, φάντασμα, σε Όμηρ. 2. ψυχή ή πνεύμα ανθρώπου, Λατ. anima, αντίθ. προς το σῶμα, σε Πλάτ., Ξεν.· ψυχή τινος, περίφραση για τον ίδιο τον άνθρωπο, σε Σοφ.· επίσης, ψυχαί, ψυχές, = ἄνθρωποι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως προσφώνηση, ὦ μελέα ψυχή, σε Σοφ.· ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή, σε Ξεν.· πᾶσα ψυχὴ ὑποτασσέσθω, ας αφήσουμε κάθε ψυχή να υποταχθεί, σε Κ.Δ. 3. ψυχή (ως έδρα της θέλησης, των επιθυμιών, των παθών), καρδιά, ψυχὴν ἄριστε, σε Αριστοφ.· ἐκ τῆς ψυχῆς, ολόψυχα, από καρδιάς, σε Ξεν. 4. σαρκική επιθυμία, όρεξη, ορμή, δοῦναί τι τῇ ψυχῇ, όπως το Λατ. indulgere animo, σε Αισχύλ. III. ψυχή ως όργανο του νου, μυαλό, διάνοια, κρίση, λόγος, ψυχὴν οὐκ ἄκρος, σε Ηρόδ.
ψῡχήϊος, , -ον (ψυχή), έμψυχος, ζωντανός, ζων, σε Πυθαγ. παρά Λουκ.