Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψιλός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψῑλός, , -όν, γυμνός· I. λέγεται για άδενδρη γη, ψιλὴ ἄροσις, ακαλλιέργητη γή, σε Ομήρ. Ιλ.· πεδίον μέγα τε καὶ ψιλόν, σε Ηρόδ.· με γεν., γῆ ψιλὴ δενδρέων, γη γυμνή από δέντρα, στον ίδ.· ψιλὴ γεωργία, καλλιέργεια της γης για παραγωγή σιταριού, αντίθ. προς το γεωργία πεφυτευμένη (δηλ. καλλιέργεια για αμπέλια και ελιές), σε Αριστ. II. 1. λέγεται για ζώα, ζώο γυμνό από «τρίχωμα» ή φτερά, γυμνό, λείο, άτριχο δέρμα, σε Ομήρ. Οδ.· ἶβις ψιλὴν κεφαλήν, χωρίς φτερά στο κεφάλι, φαλακρά, σε Ηρόδ. 2. α) γενικά, γυμνός, ακάλυπτος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, σε Σοφ.· με γεν., γυμνός από..., στερημένος από, ψιλὴ σώματος οὖσα (ἡ ψυχή), σε Πλάτ. β) γυμνός, στερημένος από προσαρτήματα, ψιλὴ τρόπις, γυμνή καρίνα, με τις σανίδες βγαλμένες από αυτήν, σε Ομήρ. Οδ.· ψ.θρίδαξ, μαρούλι με κομμένα τα πλάγια φύλλα του, σε Ηρόδ.· ψιλαὶ μάχαιραι, μόνο μαχαίρια χωρίς άλλα όπλα, σε Ξεν. III. οἱ ψιλοί (ενν. τῶν ὅπλων), στρατιώτες χωρίς βαρύ οπλισμό, ελαφρώς οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, όπως οι τοξότες και οι σφενδονήτες, αντίθ. προς το ὁπλῖται, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ψιλόν, αντίθ. προς τὸ ὁπλιτικόν, σε Ξεν.· ψιλὴν ἔχων τὴν κεφαλήν, έχοντας γυμνό το κεφάλι, χωρίς κράνος ή περικεφαλαία, στον ίδ. IV. 1. ψιλὸς λόγος, γυμνός λόγος, δηλ. πεζός λόγος, αντίθ. προς την ποίηση που περιβάλλεται από μέτρο, σε Πλάτ.· επίσης, ψιλὸς λόγος, απλός λόγος, απλός ισχυρισμός που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις, σε Δημ. 2. ψιλὴποίησις, απλή ποίηση, χωρίς μουσική, δηλ. επική ποίηση, αντίθ. προς τη λυρική, σε Πλάτ.· αλλά, ψιλὴ μουσική, μουσική με όργανα, χωρίς να συνοδεύεται από ωδή, σε Αριστ. 3. ο Οιδίποδας φαίνεται να αποκαλούσε την Αντιγόνη ψιλὸν ὄμμα, καθώς ήταν το μόνο μάτι (δηλ. ο μόνος άνθρωπος) που του είχε απομείνει, σε Σοφ. V. επίρρ. ψιλῶς, απλώς, μόνο, σε Πλούτ.