Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψιθυρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψῐθῠρίζω, Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. -ιῶ (ψίθυρος), ψιθυρίζω, μιλώ στο αυτί, σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την κίνηση των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο πλάτανος ψιθυρίζει στη φτελιά, σε Αριστοφ.