Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψηφίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψηφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐψήφισα, παρακ. ἐψήφικα· I. μετρώ ή λογαριάζω, αριθμώ κυρίως με πετραδάκια (ψήφους, πρβλ. Λατ. calculare από calculus), σε Ανθ. II. 1. συχνότερα ως αποθ., ψηφίζομαι, μέλ. Αττ. ψηφιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐψηφισάμην, παρακ. ἐψήφισμαι· δίνω την ψήφο μου σε κάποιον με πετραδάκι, το οποίο έχω ρίξει μέσα σε κάλπη· απόλ., ψηφίζεσθαι ἐς ὑδρίαν, σε Ξεν.· γενικώς, ψηφίζω, ψηφοφορώ, σε Ηρόδ.· ψηφίζεσθαί τινι, υπερψηφίζω κάποιον, σε Δημ. 2. με αιτ. πράγμ., ψηφίζω υπέρ, επιδοκιμάζω μέσω της ψήφου μου, αποφασίζω με ψηφοφορία, πόλεμον, σε Θουκ.· ψηφίζομαι παρασκευήν, στον ίδ. κ.λπ. 3. με απαρ., ψηφίζω, δίνω την ψήφο μου, αποφασίζω να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., αποφασίζω να..., ψηφίζομαι τὰς σπονδὰς λελύσθαι, σε Θουκ. 4. ψηφίζομαι περί, ὑπέρ τινος, σε Πλάτ., Αισχίν. II. Ενεργ., με την ίδια σημασία όπως το Μέσ., μόνο στο Σοφ., Αίας 449 (δίκην ἐψήφισαν), καθώς και σε μεταγεν. συγγραφείς· αλλά, Παθ. αόρ. αʹ ψηφισθῆναι χρησιμοποιείται με Παθ. σημασία, αποφασίζομαι με ψηφοφορία, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως, μτχ. παρακ. ἐψηφισμένοι θανεῖν, καταδικασμένοι δια ψηφοφορίας σε θάνατο, σε Ευρ.