LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψεῦδος"
- ψεῦδος, -εος, τό (ψεύδω)· I. ψεύδος, ψέμα, απάτη, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί, είτε η υπόσχεση είναι ψέμα είτε όχι, σε Ομήρ. Ιλ. II. πληθ., ψεύδεα, στίγματα πάνω στη μύτη, σε Θεόκρ.
- ψευδο-στομέω, μέλ. -ήσω (στόμα), λέω ψέμματα, ψεύδομαι, σε Σοφ.