Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψευδώνυμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψευδ-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, ψευδώς ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ.