Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψευδής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψευδής, -ές, γεν. -έος (ψεύδομαιI. 1. αυτός που δεν είναι αληθινός, αναληθής, ψεύτικος, Λατ. mendax, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ἐπὶ ψευδῆ ὁδὸν τρέπεσθαι, καταφυγή σε ψέματα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για ανθρώπους, ψευδόμενος, και ως ουσ., ψεύτης· οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ' ἀρωγός, ο Δίας δεν θα βοηθήσει τους ψεύτες (άλλοι διαβάζουν «ἐπὶ ψεύδεσσι», από το ψεῦδος, δεν θα βοηθήσει στα ψέματα)· ψευδὴς φαίνεσθαι, αποκαλύπτομαι να λέω ψέμματα, σε Θουκ. 3. τὰ ψευδῆ, ψέματα, ψεύδη· ψευδῆ λέγειν, σε Αισχύλ., Αριστοφ. II. Παθ., συκοφαντημένος, απατημένος, εψευσμένος, σε Ευρ. III. επίρρ., ψευδῶς, στον ίδ., σε Θουκ.