LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψελλός"
- ψελλός, -ή, -όν, I. αυτός που δεν μπορεί να προφέρει συγκεκριμένα γράμματα ή συλλαβές, τραυλός, ψευδός, σε Αριστ. II. Παθ., λέγεται για λέξεις, ακατανόητος, σκοτεινός, δυσνόητος, σε Αισχύλ.