LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψελλίζω"
- ψελλίζω, μέλ. -ίσω (ψελλός), τραυλίζω στο λόγο, μιλώ με κακή άρθρωση, είμαι βραδύγλωσσος· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ., Αριστ.