LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψαφαρός"
- ψᾰφᾰρός, -ά, -όν, Ιων. ψαφερός, -ή, -όν, (ψάω)· 1. αυτός που μετατρέπεται εύκολα σε σκόνη, εύθρυπτος, θρυμματισμένος, σε Αισχύλ., Ανθ.· ἡ ψαφαρή, αμμώδης παραλία, σε Ανθ. 2. λέγεται για υγρά, αραιός, υδατώδης, στο ίδ.