Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψακάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψᾰκάς, έπειτα ψεκάς, -άδος, (ψάωI. κάθε μικρό κομμάτι που αποχωρίζεται διά της τριβής, κόκκος, τεμάχιο, κομμάτι, ψίχουλο· ἀργυρίου μηδὲ ψακάς, δηλ. ούτε κόκκος αργυρίου, σε Αριστοφ.· ως περιληπτικό, ψάμμου ψεκάς, κόκκος άμμου, σε Ανθ. II. 1. μικρή σταγόνα βροχής· και ως περιληπτικό, ψιχάλα, ψιλή βροχή· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι, σε Ηρόδ.· ψακὰς δὲ λήγει, οι σταγόνες σταματούν, δηλ. έρχεται καταιγίδα, σε Αισχύλ.· γενικά, βροχή, σε Ευρ.· ψακάδι φοινίας δρόσου, με ράντισμα από ματωμένη δροσιά, σε Αισχύλ. 2. κωμικό όνομα γι' αυτόν που του φεύγει το σάλιο ενώ μιλάει, σε Αριστοφ.