LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψαίρω"
- ψαίρω, μόνο στον ενεστ. (ψάω)· I. μτβ., τρίβω, ψηλαφώ, αγγίζω απαλά· οἶμον αἰθέρος ψαίρει, αγγίζει, ξύνω ελαφρά τον αέρα, σε Αισχύλ. II. αμτβ., κινούμαι ελαφρώς, πάλλομαι, τινάζομαι, θροΐζω, σε Λουκ.