Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψήφισμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ψήφισμα, -ατος, τό (ψηφίζομαι), πρόταση που λαμβάνεται από ψηφοφορία και που επικυρώνεται δια της πλειονότητας των ψήφων· ιδίως στην Αθήνα, πρόταση, μέτρο που επικυρώνονταν και νομιμοποιούνταν στην εκκλησία του δήμου (ἐκκλησία), θέσπισμα, δόγμα, σε Αριστοφ.· τὸ Μεγαρέων ψήφισμα, το ψήφισμα που αφορούσε τους Μεγαρείς, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ περὶ Μεγαρέων ψήφισμα, στον ίδ.· ψήφισμα γράφειν, εισάγω πρόταση προς επικύρωση, σε Αριστοφ., Δημ.· ψήφισμα ἐπιψηφίζειν, λέγεται για τους προέδρους, το θέτω σε ψηφοφορία, σε Αισχίν.· ψήφισμα νικᾶν, επιτυγχάνω την επιψήφιση του ψηφίσματος, στον ίδ.· ψήφισμα καθαιρεῖν, ακυρώνω, καταργώ το ψήφισμα, Λατ. abrogare, σε Θουκ.
ψηφισμᾰτο-πώλης, -ου, , αυτός που εμπορεύεται τη γραφή ψηφισμάτων, σε Αριστοφ.
ψηφισμᾰτ-ώδης, -ες, λέγεται για αυτόν που έχει τη μορφή ψηφίσματος, σε Αριστ.