Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψέγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψέγω, μέλ. ψέξω, αόρ. αʹ ἔψεξα, κατηγορώ, επικρίνω κάποιον, μέμφομαι, τινά, σε Θέογν. κ.λπ.· ψέγω τινὰ περί τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Πλάτ.· διά τι, στον ίδ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· επίσης, με σύστ. αιτ., σε Σοφ.· ἃψέγομεν τὸν Ἔρωτα, σε Πλάτ.Παθ., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται, δεν κατακρίνεται, σε Θουκ.