Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψάω[ᾱ], ψῇς, ψῇ (όχι ψᾷς, ψᾷ), απαρ. ψῆν, παρατατ. συνηρ. ἔψην, μέλ. ψήσω, αόρ. αʹ ἔψησα· I. αγγίζω ελαφρά, ψαύω απαλά, τρίβω, κάνω κάτι λείο, ομαλό, πρβλ. καταψάω. II. αμτβ., διαλύομαι σε σκόνη, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι, σε Σοφ.