LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψάμμος"
- ψάμμος, ἡ, I. άμμος (από το ψάω), σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· παροιμ., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, σε Πίνδ. II. ἡ ψάμμος, η αμμώδης έρημος της Λιβύης, σε Ηρόδ. (και τα δύο, ψάμμος και ψάμαθος, μερικές φορές χάνουν το ψ και γίνονται ἄμμος και ἄμαθος).