Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψάμαθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψάμᾰθος[ψᾰ], , 1. ποιητ. μορφή του ψάμμος, άμμος, άμμος θάλασσας, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., νῆα ἐπὶ ψαμάθοις, πάνω στην άμμο, σε Όμηρ. 2. παροιμ., λέγεται για πλήθος που δεν μπορεί να μετρηθεί, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., κόκκοι άμμου, στο ίδ.