Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χῶρος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χῶρος, , I. μέρος γης, γη, τόπος, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. γη, χώρα, σε Ηρόδ.· σε πληθ., χώρες, τόποι, στον ίδ., Σοφ. 2. περιουσία, κτήμα, σε Ξεν. 3. χώρα, εξοχή, Λατ. rus, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Χῶρος, , βορειοδυτικός άνεμος, Λατ. Caurus, σε Κ.Δ.