Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χώρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χώρα, Ιων. χώρη, , I. 1. = χῶρος, μέρος, χώρος, τόπος όπου υπάρχει κάτι, Λατ. locus, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ, στο ίδ. 2. γενικά, τόπος, σε Όμηρ. 3. τόπος κάποιου, θέση, τοποθεσία, ἐν χώρῃ ἕζεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, στρατιωτική θέση, χώραν λείπειν, σε Θουκ.· χώραν λαβεῖν, βρίσκω τη θέση μου, ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα, μέχρι να μπουν στη θέση, στη σειρά, σε Ξεν. 4. μεταφ., η θέση κάποιου στη ζωή, κατάσταση, Ἄρης δ' οὐκ ἐνὶ χώρᾳ, το πνεύμα του πολέμου δεν υπάρχει εκεί, σε Αισχύλ.· ἐν ἀνδραπόδων ή μισθοφόρων χῶρᾳ εἶναι, είμαι στη θέση του δούλου ή του μισθοφόρου, σε Ξεν.· ἐν οὐδεμίᾳ χώρᾳ εἶναι, δεν υπάρχει καθόλου σεβασμός, Λατ. nullo loco haberi, στον ίδ.· επίσης, κατὰ χώραν (χώρην) εἶναι, ἔχειν, βρίσκομαι στο μέρος μου, διατηρώ ένα πράγμα στη θέση του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατὰ χώρα μένειν, αφήνω κάτι στο μέρος του, σε Ηρόδ., Αττ. II. χώρα, δηλ.: 1. χώρα, γη, Λατ. regio, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ. 2. κομμάτι γης, κτήμα, αγρόκτημα, Λατ. ager, σε Ξεν. 3. χώρα, αντίθ. προς την πόλη, Λατ. rus, τὰ ἐκ τῆς χώρας, ὁ ἐκ τῆς χώρας σῖτος, σε Θουκ., Ξεν.