LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χύτρα"
- χύτρα, Ιων. κύθρη, μεταγεν. κύθρα, κύτρα, ἡ (χέω)· 1. πήλινο αγγείο, αγγείο για βράσιμο, πήλινη χύτρα, τσουκάλι, Λατ. olla, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. χύτραι, λέγεται για κατώτερους θεούς, σε Αριστοφ.