Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χόλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χόλος, , I. όπως το χολή, χολή, υγρό χολής, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. γενικά, μεταφ., χολή, θυμός, πικρή διάθεση, οργή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· χόλος ἔδυ τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· χόλος ἔμπεσε θυμῷ, στον ίδ.· χόλον πέσσειν, καταπέσσειν· χόλος σβέσσαι παῦσαι, στον ίδ.· χόλου παύθη, σε Ησίοδ.· με γεν. αντικ., οργή προς κάποιον ή εξαιτίας κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν. πράγμ., θυμός για κάτι, εξαιτίας ενός πράγματος, σε Σοφ. 2. το αντικείμενο της οργής, σε Ανθ.