Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χωρίς"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
χωρίς, επίρρ.: I. 1. χωριστά, κατ' ιδίαν, χωριστά από κάποιον ή κάποιους, σε Όμηρ.· κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός, σε Ηρόδ.· χωρὶς θέσθαι, τοποθετώ χωριστά, κρατώ σε απόσταση, σε Θουκ.· χωρὶς οἰκεῖν, ζω χωριστά, σε Δημ.· μή με χωρὶς αἰτιᾷς, μη με κατηγορείς χωρίς αιτία, σε Σοφ.χωρὶςποιεῖν, διαχωρίζω, σε Ισοκρ.· χωρὶς δέ..., και χωριστά, πέραν, σε Θουκ.· χωριστά, ένας-ένας, σε Λυσ.· χωρὶς ἤ, εκτός, χωρὶς ἢ ὅτι, εκτός από αυτό, σε Ηρόδ.· χωρὶς ἢ ὁκόσοι, εκτός απ' όσους, στον ίδ. 2. μεταφ., από διαφορετική φύση, είδος, ποιότητα, σε Σοφ., Ευρ. II. 1. ως πρόθ., με γεν., χωρίς, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· χωρὶς Ζηνός, χωρίς τη βοήθεια ή τη θέληση κάποιου, Λατ. sine Diis, σε Σοφ. 2. χωριστά από, μακριά από, χωρὶςἀνθρώπων στίβου, στον ίδ.· ἡ ψυχὴ χωρὶς τοῦ σώματος, σε Πλάτ. 3. ανεξαρτήτως, χωρίς να υπολογίσουμε, εκτός των άλλων, επιπλέον, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 4. διαφορετικά, αλλιώς, σε Πλάτ., Δημ.
χωρισμός, (χωρίζω), χωρισμός, σε Πλάτ.
χωριστέον, ρημ. επίθ. του χωρίζω, αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ.
χωριστός, , -όν (χωρίζωI. ρημ. επίθ., με τοπική σημασία, χωρισμένος, χωριστός, σε Αριστ. II. ευδιάκριτος, στον ίδ.