Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χωρίον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χωρίον, τό, υποκορ. των χῶρος και χώρα· 1. συγκεκριμένο μέρος, θέση, τόπος, σημείο, τοπικό διαμέρισμα, επαρχία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐκ τοῦ αὐτοῦ χωρίου, από το ίδιο σημείο, σε Ηρόδ. 2. θέση, τόπος, ιδίως, οχυή θέση, οχύρωμα, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. 3. κτηματική περιουσία, κτήμα, σε Θουκ., Ξεν. 4. τόπος εργασίας, εργαστήριο, σε Δημ. 5. στη Γεωμετρία, χώρος περιεχόμενος εντός γραμμών, σε Αριστοφ., Πλάτ. 6. =τόπος, I. 3, χωρίο, σημείο σε βιβλίο, περικοπή, σε Λουκ.· εποχή ή ιστορική περίοδος, σε Θουκ.