
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χωρίζω"
- χωρίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· Παθ. παρακ. κεχώρισμαι, Ιων. γʹ πληθ. κεχωρίδαται (χωρίς)· I. με τοπική σημασία, χωρίζω, αποχωρίζω, διαιρώ ένα πράγμα από ένα άλλο, τίτινος, σε Ευρ., Πλάτ.· τι ἀπό τινος, σε Πλάτ· χωρίζω πάντα κατὰ φυλάς, σε Ξεν.· οἱ χωρίζοντες, όνομα που δόθηκε σ' αυτούς τους Γραμματικούς που απέδωσαν Ιλιάδα και Οδύσσεια σε διαφορετικούς συγγραφείς — Παθ., είμαι χωρισμένος, διαχωρισμένος, διαιρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. II. χωρίζω, διακρίνω, τὸ ἡδύ τε καὶ δίκαιον, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., διαφέρω, είμαι διαφορετικός, κεχωρίδαται πολλὸν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, σε Ηρόδ.· σπανίως, χωρίζεσθαί τινι, στον ίδ.· νόμοι κεχωρισμένοι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, νόμοι μακριά από τους άλλους, πολύ διαφορετικοί, στον ίδ.