LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χυτός"
- χῠτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χέω· 1. χυμένος, αἷμα χυτόν, χυμένο αίμα, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για ξηρά πράγματα, ριγμένος, συσσωρευμένος, χυτὴ γαῖα, ανάχωμα γης, σωρός χώματος, σε Όμηρ.· ως ουσ., χυτός, ὁ, = χῶμα, χώμα, ανάχωμα, τάφρος, σε Ηρόδ. II. υγρός, ρευστός, ἀρτήματα λίθινα χυτά, κοσμήματα από λίθο, πέτρα που έχει τηχθεί, στον ίδ. III. γενικά, υγρός, ρευστός, σε Πίνδ., Ανθ.

