Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χυλός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χῡλός, -οῦ, (χέω), χυμός, ιδίως, χυμός, ζουμί που παράγεται από εκχύλισμα ή για αφέψημα· μεταφ., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων, σε Αριστοφ.· χυλὸς φιλίας, στον ίδ.