Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρῶμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χρῶμα, -ατος, τό, 1. επιφάνεια ενός σώματος, ανθρώπινη επιδερμίδα· το χρώμα του δέρματος, σε Ηρόδ.· χρῶμα ἀλλάσσειν, σε Ευρ.· μεθιστάναι τοῦ χρώματος, σε Αριστοφ. 2. γενικά, χρώμα, σε Πλάτ., Ξεν.· μεταφ. σε πληθ., στολίδια, ποικίλματα, σε Πλάτ.· λέγεται για τη μουσική, στον ίδ.
χρωμάτιον, τό, υποκορ. του επομ., χρώμα, βαφή, σε Ανθ.