LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χρῖσμα"
- χρῖσμα, -τος, τό (χρίω), μεταγεν. τύπος του χρῖμα· I. οτιδήποτε επαλείφεται, ιδίως, ευώδες μύρο, έλαιο, πυκνότερο από το μύρον, σε Ξεν. II. ασβέστης, στόκος, σε Λουκ.