Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρῄζω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χρῄζω, Ιων. χρηΐζω· Δωρ. χρῄσδω, Μεγαρ. χρῄδδω· μέλ. χρῄσω, Ιων. απαρ. αορ. αʹ χρηΐσαι· χρησιμ. από Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ. [χράω (Β) II]· I. 1. έχω ανάγκη, χρεία, έλλειψη, έχω ανάγκη από, με γεν., σε Όμηρ., Αισχύλ.· απόλ. σε μτχ. χρηίζων, αυτός που έχει έλλειψη, ανάγκη, φτωχός, ενδεής, άπορος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. 2. επιθυμώ, λαχταρώ, ζητώ· α) με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· σπάνια με αιτ. πράγμ., σε Ηρόδ., Σοφ.· συχνά το απαρ. παραλείπεται, φράζε ὅ τι χρῄζεις (ενν. φράζειν), σε Αριστοφ. κ.λπ. β) με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ ή επιθυμώ να κάνει κάποιος κάτι, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης, με γεν. προσ. και απαρ., επιθυμώ από κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.· με απαρ. μόνο, επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Τραγ. γ) με διπλή γεν., προσ. και πράγμ., τῶνδε ἐγὼ ὑμέων χρηΐζων συνέλεξα, σε Ηρόδ. 3. μὴ θανεῖν ἔχρῃζες (Σοφ. Οιδ. Κολ. 1713), μακάρι να μην επιθυμούσες να πεθάνεις, ασυνήθιστη σύνταξη, πρβλ. ἐπωφέλησα αντί ὤφελον (βλ. ανωτ. 541). 4. μτχ. χρῄζων, χρησιμ. απόλ. αντί εἰ χρῄζει, εάν κάποιος θέλει, εάν κάποιος επιλέγει, σε Θέογν., Αισχύλ.· επίσης, τὸ χρῇζον, η παράκλησή σου, σε Ευρ.
χρήζω, = χράω (Γ), δίδω χρησμό, χρησμοδοτώ, σε Ευρ.