Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρώς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρώς, , γεν. χρωτός, δοτ. χρωτί (Αττ. επίσης χρῷ), αιτ. χρῶτα· Ιων. γεν. χροός, δοτ. χροΐ, αιτ. χρόα· I. 1. επιφάνεια κάθε σώματος, επιδερμίδα, δέρμα ανθρώπου, σε Όμηρ.· επίσης, σάρκα, αντίθ. προς τα ὀστά, στον ίδ.· γενικά, σώμα, σάρκα, σε Πίνδ., Τραγ. 2. ἐν χροΐ, Αττ. ἐν χρῷ, κοντά στο δέρμα, ἐν χροΐ κείρειν, κουρεύω μέχρι το δέρμα, σε Ηρόδ.· ἐν χρῷ κεκαρμένος, σε Ξεν.· μεταφ., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο, πλησιάζει πολύ, σε Σοφ.· ἐν χρῷ παραπλέειν, τόσο κοντά έπλεεε ώστε να ξυρίσει ή να αγγίξει ελαφρώς, Λατ. radere, σε Θουκ.· απόλ., ἐν χρῷ (επίσης και ἐγχρῷ ή ἐγχρῶ), δίπλα στο χέρι, εγγύς, πλησίον, σε Λουκ. II. 1. το χρώμα του δέρματος, σε Όμηρ., Ευρ. 2. γενικά, χρώμα, σε Αισχύλ.