Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρύσεος"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
χρύσεος, , -ον, Αττ. συνηρ. χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν, (ομοίως ἀργύρεος, -οῦς, χάλκεος, -οῦς), Επικ. χρύσειος, , -ον (χρυσόςI. 1. χρυσός, από χρυσό, κατασκευασμένος ή στολισμένος με χρυσό, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, ἐπίχρυσος, καλυμμένος με χρυσό, χρυσωμένος, σε Ηρόδ., πρβλ. ἵστημι Α. III. 2. χρύσεια μέταλλα, μεταλλεία χρυσού, σε Θουκ.· βλ. χρυσεῖον II· II. χρυσός στο χρώμα, χρυσοκίτρινος, σε Ομήρ. Ιλ. III. μεταφ., χρυσός, χρυσέη Ἀφροδίτη, σε Όμηρ.· χρυσέη ὑγίεια, σε Πίνδ.· χρυσέη ἐλπίς, σε Σοφ.· ο πρώτος αιώνας του ανθρωπίνου γένους ήταν ο «χρυσούς», σε Ησίοδ. (χρῡσέη, χρῡσέην, χρῡσέου, χρῡσέῳ κ.λπ., σε Όμηρ., πρέπει να προφέρονται ως δισύλλ.).
χρῡσεο-σάνδᾰλος, -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
χρῡσεό-στολμος, -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ.
χρῡσεό-στολος, -ον (στέλλω), = το επόμ., σε Ευρ.