Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρόνιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρόνιος, , -ον και -ος, -ον (χρόνοςI. 1. λέγεται για πρόσωπα, έπειτα από μακρύ διάστημα, αργός, χρόνιος ἐλθών, σε Ομήρ. Οδ.· χρόνιος φανείς, σε Σοφ. 2. αυτός που διαρκεί μεγάλο διάστημα, χρόνιόν τινα ἐκβεβληκότες, ἤλαυνε, στον ίδ.· χρόνιός εἰμ' ἀπὸ βορᾶς, έχω μείνει καιρό χωρίς τροφή, σε Ευρ. 3. αυτός που καθυστερεί πολύ, μακροχρόνιος, σε Αισχύλ.· χρόνιοι μέλλετε πράσσειν, σε Σοφ.· χρόνια τὰ τῶν θεῶν, σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, μακρύ, μακρύχρονο, αυτό που διαρκεί πολύ, χρόνια λέκτρ' ἔχων, είμαι πολλά χρόνια παντρεμένος, στον ίδ.· χρόνιοι πόλεμοι, σε Θουκ. III. επίρρ. -ίως, σε Αριστ.· ουδ. πληθ. χρόνια, ως επίρρ., σε Ευρ.· συγκρ. -ώτερον, σε Πίνδ.