LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χρυσοχόος"
- χρῡσο-χόος, ὁ (χέω)· 1. αυτός που λιώνει χρυσό, σε Ομήρ. Οδ. 2. χρυσοχόος, σε Δημ.