Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρυσοχάλινος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρῡσο-χάλῑνος[ᾰ], -ον, αυτός που έχει χρυσό χαλινάρι, σε Ηρόδ., Ξεν.