LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χρονοτριβέω"
- χρονο-τρῐβέω, μέλ. -ήσω (τρίβω)· I. σπαταλώ, χάνω, ξοδεύω χρόνο, χασομερώ, σε Αριστ., Κ.Δ. II. με αιτ., χρονοτριβέω τὸν πόλεμον, επιμηκύνω, παρατείνω, εξακολουθώ τον πόλεμο, σε Πλούτ.