LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χρονίζω"
- χρονίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (χρόνος)· I. 1. αμτβ., σπαταλώ χρόνο, σε Ηρόδ.· διαρκώ πολύ, αργώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ, είμαι αργός, σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., καθυστερώ να κάνω, σε Κ.Δ. 2. λέγεται για πράγματα, χρονίζον μένειν, παραμενω μακρύς, σε Αισχύλ. II. Παθ., επί μακρόν, παρατείνομαι ή επιμηκύνομαι, στον ίδ. 2. αυξάνομαι, χρονισθείς, μεγαλώνω, στον ίδ.

