LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χροιά"
- χροιά, Ιων. χροιή, μεταγεν. Αττ. χρόα (χρώς)· I. επιφάνεια ενός σώματος, δέρμα, το σώμα το ίδιο, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν., Αριστοφ. II. επιφάνεια ενός πράγματος, το χρώμα του, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ιδίως, χρώμα του δέρματος, επιδερμίδα, σε Αισχύλ., Ευρ.