LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χρησμοσύνη"
- χρησμοσύνη, ἡ (χράομαι)· I. ανάγκη, έλλειψη, φτώχεια, σε Τυρτ. II. πιεστική παράκληση, σε Ηρόδ.

