Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρηματίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρημᾰτίζω, μέλ. -ίσω, Αττ. -ιῶ, παρακ. κεχρημάτικα (χρῆμαI. 1. εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, έχω δοσοληψίες, ιδίως, λέγεται για χρηματικούς λόγους (παρόλο που αυτή η σημασία απαντάται στη Μέσ.), σε Θουκ., Ισοκρ. 2. συζητώ, διαλογίζομαι, σε Δημ., Αισχίν. 3. δίνω ακρόαση σε, απαντώ έπειτα από σκέψη, τινί, σε Ξεν.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ. 4. λέγεται για χρησμό, δίνω απάντηση (χρησμό) σε αυτούς που ρωτούν, σε Πλούτ.Παθ., παίρνω απάντηση ή προειδοποίηση, σε Κ.Δ.· ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον, του είχε δοθεί προειδοποίηση, στον ίδ. II. 1. Μέσ., χρηματίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παρακ. κεχρημάτισμαι· εμπορεύομαι ή διεξάγω διαπραγματεύσεις για τον εαυτό μου, αποκτώ χρήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· χρηματίζω χρήματα, σε Ξεν. 2. γενικά, διεκπεραιώνω υποθέσεις, έχω δοσοληψίες, έχω σύσκεψη με, τινι, σε Ηρόδ. 3. με αιτ. πράγμ., χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα, κάνω χρηματικές εργασίες, σε Αριστ. III. σε μεταγεν. συγγραφείς, Ενεργ., λαμβάνω και φέρω τιμητικό όνομα ή τίτλο, αποκαλούμαι ή θεωρούμαι, χρηματίζει βασιλεύς, σε Πολύβ.· Ἶσις ἐχρημάτισε, σε Πλούτ. χρηματίσαι Χριστιανούς, σε Κ.Δ.· γενικά, ονομάζομαι, στο ίδ.