Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρεία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρεία, Ιων. χρείη, (χράομαι, χρέοςI. 1. χρήση, ωφέλεια, υπηρεσία, σε Θέογν., Πλάτ.· τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν, πράγματα άχρηστα και ανώφελα, σε Δημ.· χρείαν ἐρευνᾶν, βλ. ἐρευνάωπληθ., υπηρεσίες, σε Πίνδ., Δημ. 2. ως ενέργεια, χρήση, μεταχείριση, κτῆσις καὶ χρεία, κατοχή και χρήση, σε Ξεν., Πλάτ.· πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χρείαν, σε Ξεν. 3. λέγεται για πρόσωπα, οικειότητα, στενή φιλία, συνεύρεση, πρός τινα, με κάποιον, σε Πλάτ. II. 1. όπως Λατ. opus, ανάγκη, έλλειψη, χρεία, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἵν' ἕσταμεν χρείας, υπολογίζοντας την κατάσταση ανάγκης στην οποία βρισκόμαστε, σε Σοφ.· χρείᾳπολεμεῖν, πολεμώ εξ ανάγκης, στον ίδ.· με γεν., ανάγκη ή έλλειψη από κάποιο πράγμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν χρείᾳ δορός, στην ανάγκη ή στην πίεση του πολέμου, σε Σοφ.· χρείαἐστί (γίγνεταί) μοί τινος, Λατ. opus est mihi aliqua re, σε Πλάτ.· ἔτι μου χρείαν ἕξει, θα έχει ανάγκη από τη βοήθειά μου, σε Αισχύλ.· ἐν χρείᾳ εἶναι ή γίγνεσθαί τινος, σε Πλάτ.· πληθ., αἱ τοῦ σώματος χρεῖαι, σε Ξεν.· οἱ ἀναγκαῖαι χρεῖαι, σε Δημ. 2. το αποτέλεσμα της ανάγκης, φτώχεια, ανέχεια, σε Σοφ., Ευρ. 3. απαίτηση ανάγκης, αντίθ. προς το ἀξίωσις (απαίτηση δικαιώματος), σε Θουκ.· γενικά, αίτηση, σε Αισχύλ. 4. αναγκαία ασχολία, ανάγκη, απαίτηση, ὡς πρὸς τί χρείας; για ποιο λόγο; σε Σοφ.· ἡ πολεμικὴ χρεία καὶ ἡ εἰρηνική, οι ανάγκες για τον πόλεμο και για την ειρήνη, σε Αριστ. 5. γενικά, φυσική ανάγκη, ασχολία, σε Πολύβ., Κ.Δ.