LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χρίω"
- χρίω[ῑ], Επικ. παρατ. χρῖον· μέλ. χρίσω, αόρ. αʹ ἔχρῑσα, Επικ. χρῖσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐχρίσθην, παρακ. κέχρισμαι ή κέχρῑμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἐκέχριστο ή -ῑτο· I. αγγίζω την επιφάνεια, τρίβω ή αλείφω με ευώδες μύρο, σε Όμηρ.· λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ, σε Ομήρ. Οδ.· πέπλον χρίω, μολύνω με δηλητήριο, σε Σοφ.· μεταφ., ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν, σε Ευρ. — Μέσ., αλείφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· με αιτ. πράγμ., χρίεσθαι ἰούς, αλείφω (δηλ. με δηλητήριο) τα βέλη μου, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, λέγεται για νεκρό σώμα που αφέθηκε εκτεθειμένο στον ήλιο, σε Ηρόδ. II. αλείφω με χρώμα — Παθ., χρωματίζομαι, στον ίδ. — Μέσ., χρίεσθαι τὰ σώματα, αλείφουν τα σώματά τους, σε Ξεν. III. τραυματίζω, κεντρίζω, τρυπώ, σε Αισχύλ. — Παθ., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ', στον ίδ.