Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρέος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρέος και χρέω, Επικ. χρεῖος, τό, γεν. χρέους· πληθ. ονομ. και αιτ. χρέᾰ, Αττ. χρέᾱ· γεν. χρεῶν, Επικ. χρειῶν (χράομαι, χρήI. αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει, υποχρέωση, οφειλή, σε Ομήρ. Οδ.· οφειλή για κλεμμένα βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· χρεῖος ἀποστήσασθαι, ξεπληρώνω, στο ίδ.· ἀρᾶς τίνει χρέος, ξεπληρώνω το χρέος που απαιτείται από την κατάρα, σε Αισχύλ.· χρέος πόλει προσάπτειν, αποδίδω μεγαλύτερο χρέος, δηλ. ενοχή για την πόλη, σε Σοφ.· χρέος ἀποδιδόναι, εξοφλώ χρέος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· σε πληθ., οφειλές, χρέη, χρειῶν λύσις, σε Ησίοδ.· τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπε, άφησε όλη την περιουσία σε εξαιρετικά χρέη, σε Δημ. II. 1. αναγκαία εργασία, υπόθεση, δουλειά, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος, σε Ομήρ. Οδ.· απαίτηση, σκοπός, σε Σοφ.· με γεν., όπως το χάριν, για το καλό κάποιου, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος, σε Ευρ. 2. όπως το χρῆμα, πράγμα, τί χρέος; = τί χρῆμα; για ποιο λόγο;, σε Αισχύλ.· ἐφ' ὅ τι χρέος ἐμόλετε; σε Ευρ. III. σε Ομήρ. Οδ., ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, = Τειρεσίᾳ χρησόμενος, ήρθα να τον συμβουλευτώ· αλλά, κατὰ χρέος, σύμφωνα με το καθήκον, καθώς είναι σωστό, σε Ομηρ. Ύμν. IV. καθήκον, έργο, σκοπός, χρέος, σε Πίνδ., Τραγ.V. χρεία, έλλειψη, ανάγκη, τί δὲ τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; σε Αριστοφ.