Αποτελέσματα για: "χοῦς"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
χοῦς (Α), ὁ (χέω), Λατ. congius· I. 1. μονάδα μέτρησης υγρών, = 12 κοτύλαι, σχεδόν 3 λίτρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· σε Αττ., χοῦς, χοός, χοΐ, χόα [ᾱ]· πληθ. χόες, χοῶν, χουσί, χόας· 2. παροιμ. λέγεται για προσπάθεια να μετρηθούν τα αμέτρητα, οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες, σε Πλάτ. II. χοές, οἱ, η γιορτή των Χοών, η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων στην Αθήνα, σε Αριστοφ., Δημ.
-
χοῦς (Β), χοῦ, ὁ (χέω)· 1. γη που έχει καταποντιστεί ή έχει σωρευτεί, όπως το χῶμα, σε Ηρόδ. 2. = κονιορτός, σκόνη, σε Κ.Δ.