Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χορός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
χορός, -οῦ, , κυκλικός χορός, που πραγματοποιείται στα συμπόσια και σε εορταστικές εκδηλώσεις, σε Όμηρ., Ησίοδ. I. 1. στην Αθήνα, ο χορὸς κύκλιος γινόταν γύρω από το βωμό του Διόνυσου, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. από τον Διονυσιακό χορό προήλθε το Αττικό δράμα, το οποίο αποτελείτο αρχικά από απλές διηγήσεις που παρεμβάλονταν στα μέρη του χορού (ἐπεισόδια), και απαγγέλλονταν από έναν μόνο υποκριτή· αυτός ο δραματικός χορός ήταν είτε τραγικός και αποτελείτο από 15 μέλη, ή κωμικός από 24· όταν ο ποιητής επιθυμούσε να παρουσιάσει ένα έργο, ζητούσε πρώτα άδεια κατάρτισης χορού από τον Άρχοντα· τα έξοδα, που ήταν πολλά, καταβάλλονταν από έναν πλούσιο πολίτη (χορηγός)· τα μέλη του χορού εκλέγονταν από μία φυλή και προπονούνταν από τον ίδιο τον ποιητή κυρίως (απ' όπου ονομάστηκε χοροδιδάσκαλοςII. 1. χορός, χορωδία, δηλ. μια ομάδα από χορευτές και αοιδούς, σε Ομηρ. Ύμν., σε Πίνδ. 2. γενικά, χορός ή θίασος, άθροισμα, σύνολο, τέκνων, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, χορὸς σκευῶν, σειρά από σκεύη, σε Ξεν.· χορὸς ὀδόντων, σειρά από δόντια, απ' όπου Κωμ. οἱ πρόσθιοι χοροί, τα μπροστινά δόντια, σε Αριστοφ. III. τόπος για όρχηση, λείηναν χορόν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
χορο-στᾰσία, ποιητ. —ίη, (ἵστημι), σύσταση χορού· γενικά, χορός, όρχηση, σε Ανθ.