LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χορηγός"
- χορ-ηγός, Δωρ. χορᾱγός, ὁ (χορός, ἡγέομαι)· I. αρχηγός, κορυφαίος χορού, σε Πλάτ.· αρχηγός σε πομπή, σε Σοφ., Ευρ. II. 1. στην Αθήνα, αυτός που πληρώνει τη δαπάνη για τη διδασκαλία του χορού, σε Δημ., Αισχίν. 2. αυτός που καταβάλλει δαπάνη για οποιοδήποτε λόγο, σε Δημ., Αισχίν.