LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χορεύω"
- χορεύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐχόρευσα, παρακ. κεχόρευκα — Μέσ., μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ ἐχορευσάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐχορεύθην, παρακ. κεχόρευμαι (χορός)· I. 1. χορεύω κυκλικό ή χορωδιακό χορό, σε Σοφ. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για τον βακχικό χορό, σε Ευρ.· παίρνω μέρος σε χορό, σε θρησκευτική τελετή, σε Σοφ.· είμαι μέλος χορού, σε Αριστοφ.· με δοτ. προσ., χορεύω προς τιμή κάποιου, σε Ευρ. 2. γενικά, χορεύω, ιδίως, από χαρά, σε Σοφ., Ευρ. 3. μεταφ., ασχολούμαι με χορό, είμαι πεπειραμένος σε αυτόν, σε Πλάτ. II. 1. με σύστ. αιτ., φροίμιον χορεύσομαι, δηλ. το προοίμιο των γιορτών, σε Αισχύλ.· χορεύω γάμους, τους γιορτάζω, σε Ευρ.· ὄργια Μουσῶν, σε Αριστοφ. — Μέσ., χορεύεσθαι δίνας, εκτελώ κυκλικό χορό, σε Ευρ. — Παθ., κεχόρευται ἡμῖν(τραγουδά ο Χορός) εκτελέσαμε το μέρος μας, σε Αριστοφ. 2. μτβ., γιορτάζω με χορευτικές κινήσεις, Ἴακχον, σε Σοφ. — Παθ., γιορτάζομαι με χορευτικές κινήσεις, στον ίδ. III. μτβ., κάνω κάποιον να χορέψει, διεγείρω, ξεσηκώνω για χορό, τινά, σε Ευρ.· ομοίως, πόδα χορεύειν, σε Ανθ.