LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χορδή"
- χορδή, ἡ, I. χορδή από έντερο, χορδή λύρας, Λατ. chorda, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. II. λουκάνικο, σε Βατραχομ.· επίσης, χόρδευμα, σε Αριστοφ.