Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χνόος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χνόος, , Αττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ· I. κάθε ελαφριά και πορώδης ουσία, ἁλὸς χνόος, αφρός που συγκεντρώνεται στην άκρη της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· πωλικὸς χνόος, αφρός αλόγου, σε Ανθ. II. οι πρώτες τρίχες στο πρόσωπο των νέων, Λατ. lanugo, σε Αριστοφ.· το χνούδι πάνω στα φρούτα, σε Ανθ.