
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χλόη"
- χλόη, -ης, Ιων. χλοίη, Δωρ. χλόα, -ας, 1. τα πρώτα βλαστάρια των φυτών την άνοιξη, τα πράσινα φύλλα του σίτου ή του χόρτου, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 2. η πρώτη βλάστηση των δέντρων, φύλλωμα, σε Ευρ.
- χλοη-κομέω, είμαι καταπράσινος όπως ένα χλωρό φύλλο, σε Ανθ.
- χλοηρός, -ά, -όν, = χλοερός, χλωρός, σε Ευρ.
- χλοη-φόρος, -ον, αυτός που έχει πράσινη χλόη ή φύλλα, σε Ευρ.