Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χλωρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χλωρός, ποιητ. χλοερός, , -όν (χλόηI. 1. πρασινοκίτρινος (όπως χλωρό γρασίδι ή φύλλα), ωχρός πράσινος, ανοιχτός πράσινος, πράσινος, χλοώδης, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.· σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος, σε Θουκ. 2. κίτρινος, λέγεται για το μέλι, σε Όμηρ.· ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον, πάνω στην κίτρινη άμμο, σε Σοφ. II. γενικά, ωχρός, αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα, λευκός, χλωρὸς ὑπαὶ δείους, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα ως επίθ., λέγεται για τον φόβο, χλωρὸν δέος, σε Όμηρ.· κίτρινος, ωχρός, λέγεται για ανθρώπους που έχουν προσβληθεί από λοιμό, σε Θουκ. III. χωρίς την έννοια του χρώματος, πράσινος, δηλ. φρέσκος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. IV. μεταφ., φρέσκος, ζωντανός, σε Σοφ., Ευρ.· χλωρὸν δάκρυ, όπως θαλερὸν δάκρυ, φρέσκο, πρόσφατο δάκρυ, σε Ευρ.· χλωρὰ μέλεα, φρέσκα, νεανικά βήματα, σε Θεόκρ.